πινέλι

πινέλι
το, Ν
μικρή άγκυρα η οποία προσδένεται σε άλλη μεγαλύτερη για τη σταθεροποίησή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινέλο κατά τα ουδ. σε -ι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από …   Dictionary of Greek

  • ισχάδα — η (Α ἰσχάς) νεοελλ. ελαφριά άγκυρα που χρησιμοποιείται για την ίσχαση μεγάλης άγκυρας ή για πλαγιοδέτηση τού πλοίου, κν. πινέλι αρχ. η άγκυρα που κρατά το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παλαιότατο τ. μετοχής τού ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • πινελάρισμα — το, Ν 1. βάψιμο με πινέλο 2. η πόντιση άγκυρας πλοίου, στην οποία είναι δεμένο το πινέλι, άλλη μικρότερη άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πινελάρω κατά τα ουδ. σε ισμα] …   Dictionary of Greek

  • πινελάρω — Ν 1. επαλείφω με χρωστήρα, βάφω με πινέλο 2. ποντίζω άγκυρα πλοίου, στην οποία είναι δεμένο το πινέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pennellare (< pennello, βλ. λ. πινέλο)] …   Dictionary of Greek

  • Σγκαμπάτι, Τζιοβάννι — (Sgambati). Ιταλός μουσικοσυνθέτης και πιανίστας (Ρώμη 1841 1914). Μικρός ακόμα σπούδασε πιάνο στη Ρώμη και στο Τέρνι. Το 1861 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως διευθυντής ορχήστρας στη Ρώμη, όπου η παρουσία του Λιστ τον βοήθησε να γνωρίσει τη… …   Dictionary of Greek

  • Τουρριανός, Νικόλαος — Έλληνας κωδικογράφος και μικρογράφος της εποχής της Αναγέννησης (Κρήτη 1535/1540 – Νάπολη 1608/1610). Γύρω στα 1559 πήγε από την Κρήτη στη Βενετία και στην Πάντοβα όπου εργάστηκε εντατικά στην αντιγραφή ελληνικών κυρίως χειρογράφων για λογαριασμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”